- στίξας
- στίξᾱς , στίζωtattooaor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic)στίζωtattooaor ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμποδίζω — ΜΑ 1. δένω μαζί τα πόδια κάποιου ώστε να μην μπορεί να περπατήσει εύκολα (α. «στίξας αὐτοὺς καὶ συμποδίσας», Αριστοφ. β. «αὐτοὶ συνεποδίσθησαν και ἔπεσαν», ΠΔ) 2. δένω χειροπόδαρα, δένω τα χέρια και τα πόδια κάποιου («τὸν Ἀρδιαῑον συμποδίσαντες… … Dictionary of Greek